δεκαεννεατής

δεκαεννεατής
(-ούς), -ές
1. όποιος έχει ηλικία δεκαεννιά χρόνων
2. αυτός που διαρκεί ή διήρκεσε δεκαεννιά χρόνια («δεκαεννεατής πόλεμος»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”